- λουθηρανός
- -ή, -όοπαδός του δόγματος του Λουθήρου, προτεστάντης.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
λουθηρανός — ή, ό 1. λουθηρανικός 2. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο λουθηρανός, η λουθηρανή ο, η οπαδός τού λουθηρανικού δόγματος. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. lutheran < όν. τού Martin Luther, Γερμανού θρησκευτικού μεταρρυθμιστή] … Dictionary of Greek
λουτεράνος — και λουτεριανός, ο λουθηρανός. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λουτεράνος < ιταλ. luterano «λουθηρανός», ενώ ο τ. λουτεριανός < κύριο όν. Λούτερος < ιταλ. Lutero «Λούθηρος»] … Dictionary of Greek
λούτερος — ο 1. λουθηρανός 2. αμαρτωλός, ασεβής 3. ακατάστατος, άκοσμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. κύριο όν. Lutero «Λούθηρος»] … Dictionary of Greek
νεολουθηρανός — ή, ό [λουθηρανός] οπαδός τού νεολουθηρανισμού … Dictionary of Greek
Άλμκβιστ, Καρλ Γιόνας Λόβε — (Carl Jonas Love Almquist, 1793 – 1866). Σουηδός ποιητής και μυθιστοριογράφος. Μετά τις σπουδές του στο πανεπιστήμιο της Ουψάλα, όπου μελέτησε εντατικά τη φιλοσοφία του Σλάιερμαχερ, νυμφεύτηκε μια νέα χωρική και εγκαταστάθηκε σε μια αγροικία στο… … Dictionary of Greek
Άμσντορφ, Νικόλαος — (Nikolaus von Amsdorf, 1483 – 1565). Γερμανός λουθηρανός θεολόγος και κληρικός. Υπήρξε καθηγητής της θεολογίας στη Βυτεμβέργη. Οπαδός και συνεργάτης του Λούθηρου, εμφανίστηκε μαζί του στη διαμάχη της Λειψίας (1519) και στη Δίαιτα της Βορμς (1521) … Dictionary of Greek
Έγκεντε, Χανς — (Hans Egede, 1686 – 1758). Δανός ιεραπόστολος. Ήταν λουθηρανός πάστορας στα νησιά Λοφότεν. Το 1721 αποφάσισε να διδάξει τον χριστιανισμό στους Εσκιμώους της Γροιλανδίας. Μαζί με 45 συντρόφους του αποβιβάστηκε σε κάποιο νησί, το οποίο ονόμασε… … Dictionary of Greek
Ζαξ, Χανς — (Ηans Sachs, Νυρεμβέργη 1494 – 1576). Γερμανός ποιητής. Με προτροπή του πατέρα του, ο οποίος ήταν ράφτης, ακολούθησε το επάγγελμα του υποδηματοποιού. Μελέτησε λατινικά και έζησε μέσα στην ατμόσφαιρα του γερμανικού ουμανισμού, σε μια κοινωνία… … Dictionary of Greek
Κάλλιστος, Γεώργιος — (Georgius Calixtus, 1586 – 1656). Γερμανός λουθηρανός θεόλογος. Σπούδασε φιλοσοφία και θεολογία σε πανεπιστήμια της Γερμανίας και ταξίδεψε σε πολλές ευρωπαϊκές πόλεις. Όταν επέστρεψε στη Γερμανία διορίστηκε καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Χέλμστατ … Dictionary of Greek
Κίρκεγκορ, Σέρεν Όμπι — (Sören Aabye Kierkegaard, Κοπεγχάγη 1813 – 1855). Δανός φιλόσοφος και θρησκευτικός στοχαστής. Ο πατέρας του ήταν ένας πλούσιος έμπορος από την Κοπεγχάγη, άκαμπτος λουθηρανός, ο οποίος ανέθρεψε τον γιο του σε αυστηρά θρησκευτικό περιβάλλον και… … Dictionary of Greek